παρασπείρω

παρασπείρω
Α
1. σπέρνω κοντά σε κάτι
2. σπέρνω επί πλέον
3. διασπείρω, διασκορπίζω
4. εισάγω με τρόπο ύπουλο, δόλιο και απατηλό
5. παθ. μτφ. διασπείρομαι, διασκορπίζομαι, διαχέομαι («παρεσπαρμένη τοῑς πόροις ἡ ψυχή», Πλατ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παρασπορά — ἡ, ΜΑ [παρασπείρω] η σπορά κοντά σε κάτι άλλο μσν. (στα ιερά κείμενα τής Βίβλου) παρεμβολή αρχ. 1. διασπορά 2. ανάμιξη …   Dictionary of Greek

  • σπείρω — ΝΜΑ, και σπέρνω Ν, και αιολ. τ. σπέρρω Α 1. ρίχνω σπόρο στο έδαφος για να βλαστήσει (α. «τίποτε ξεχωριστό λουλούδι δε θα σπείρω», Παλαμ. β. «ἔσπειρεν ἐπὶ τὴν γῆν τὴν αγαθήν», ΚΔ γ. «σῑτον δὲ καὶ σπείρουσι καὶ σιτέονται», Ηρόδ.) 2. γονιμοποιώ,… …   Dictionary of Greek

  • συμπαρασπείρω — Α διασπείρω συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + παρασπείρω «διασπείρω, διασκορπίζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”