- παρασπείρω
- Α1. σπέρνω κοντά σε κάτι2. σπέρνω επί πλέον3. διασπείρω, διασκορπίζω4. εισάγω με τρόπο ύπουλο, δόλιο και απατηλό5. παθ. μτφ. διασπείρομαι, διασκορπίζομαι, διαχέομαι («παρεσπαρμένη τοῑς πόροις ἡ ψυχή», Πλατ.).
Dictionary of Greek. 2013.